κερκιδιαίον

κερκιδιαίον
κερκιδιαῑον, τὸ (Α)
επιγρ. φράγμα ή τοίχος με σχήμα κερκίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κερκίς, -ίδος + κατάλ. -ιαίος (πρβλ. κρηπιδ-ιαίος, ταλαντ-ιαίος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”